- προπρό
- Α1. ως πρόθεση) επιτεταμένος τ. τού προ2. (ως επίρρ.) ολοσχερώς, εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πρό (πρβλ. περι-πρό)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπρό — πρό before indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
προπροκαταΐγδην — Α επίρρ. (για πλοίο) με πολύ ορμητική πλεύση προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπρό + καταΐγδην «ορμητικά, σφοδρά»] … Dictionary of Greek
προπροτιταίνω — Α (ποιητ. τ.) επιτεταμένος τ. τού προτείνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπρό + τιταίνω, αναδιπλασιασμένος τ. τού τείνω] … Dictionary of Greek
προπροφεγγής — ές, Α αυτός που εκπέμπει λάμψη προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπρό + φεγγής (< φέγγος < φέγγω)] … Dictionary of Greek
πρόπροθι — Α επίρρ. πολύ εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπρό + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. απόπρο θι)] … Dictionary of Greek
per-2 — per 2 English meaning: to go over; over Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about” Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about … Proto-Indo-European etymological dictionary